- τρίφυλλος
- -η, -ο / τρίφυλλος, -ον, ΝΜΑ, και τρίσφυλλος, -ον, Α1. αυτός που έχει τρία φύλλα (α. «τρίφυλλο άνθος» β. «τρίφυλλος λωτός», Διοσκ.)2. το ουδ. ως ουσ. το τρίφυλλο(ν)αρχιτεκτονικό κόσμημα από τρεις τεμνόμενους κύκλουςνεοελλ.1. χαρτί τής τράπουλας που συνδυάζεται από δύο άλλα φύλλα με το ίδιο σήμα («τρίφυλλη ντάμα»)2. μτφ. αυτός που έχει τρία τμήματα (α. «τρίφυλλη πόρτα» β. «τρίφυλλο παράθυρο»)αρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ τρίφυλλοςτο τριφύλλι2. το ουδ. ως ουσ. α) το φυτό τριφύλλιβ) ονομασία τού φυτού σατύριο, καθώς και ενός άλλου ποώδους φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. ἑπτά-φυλλος].
Dictionary of Greek. 2013.